φάγων

φάγων
φάγος
live on milk
masc/fem/neut gen pl
φάγος
live on milk
masc gen pl
φάγων
glutton
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φάγων — ωνος, ὁ, ΜΑ 1. λαίμαργος, φαγάς 2. (κατά τον Ζωναρ.) «φίλαυτος, ἄπληστος, ἔστι δὲ Σύρων ἡ λέξις». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ων (πρβλ. γνάθ ων)] …   Dictionary of Greek

  • φαγών — όνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σιαγών, γνάθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα ών, όνος (πρβλ. σιαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • φαγών — ἐσθίω eat aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLAUDIUS I — CLAUDIUS I. Tiberius Drusus Nero, filius Drusi secundogeniti Liviae, Caesar, interfectô Caligulâ successit in imperio, A. C. 41. vir inauditae credulitatis. Lugduni natus est eô ipsô die, quô a 60. nationibus ara Augusto sacrata. A matre Antonia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SOPHOCLES — I. SOPHOCLES Poeta Tragicus, patriâ Atheniensis, tantâ orationis suavitate, ut vulgo μέλιττα, h. e. apis, item Siren Attica cognominaretur, aequalis Euripidis ac Periclis, cuius etiam quandoque collega fuit in praetura. Natus Olympiade 73. ante… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθιερεύω — (Α) (για πρόσ.) 1. προσφέρω ως θυσία, ως σφάγιο, θυσιάζω («ὁ τὴν μητέρα καθιερεύσας καὶ φαγών», Αριστοτ.) 2. σφάζω, σκοτώνω, σαν να προσφέρω θυσία («φονικοί καὶ έτοιμοι καθιερεύειν αὑτοὺς τε καὶ τὰ παιδικά», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • φαγάνα — η, Ν 1. κοινή ονομασία τού εκσκαφέα 2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ άλλη άποψη, από τον τ.… …   Dictionary of Greek

  • φαγόνω — Μ τρώγω και δεν φροντίζω για κανέναν («οὐκ ἀπεστείλαμέν σε σχολάσαι εἰς τὸ φαγόνειν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν), πρβλ. φαγών, όνος «γνάθος»] …   Dictionary of Greek

  • χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη …   Dictionary of Greek

  • Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”